- καταλλάξωσιν
- καταλλά̱ξωσιν , καταλήγωleave offaor subj act 3rd pl (doric)καταλλάσσωchangeaor subj act 3rd plκαταλλάσσωchangeaor subj act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.